ἀφίκοντο

ἀφίκοντο
ἀφί̱κοντο , ἀφικνέομαι
arrive at
aor ind mid 3rd pl
ἀφικνέομαι
arrive at
aor ind mid 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • HERACLEA Tauricae Chersonesi — Heracleum Strab. et Ptol. Plin. l. 6. c. 4. et 5. urbs in ora Bor. ad Moeoticam paludem, quae adhuc Heraclia, teste Bonacciolo, nominatur. Μιληβίων κτίσμα dicitur Strab. l. 12. p. 548. Μεγαρέων ἄποικος vocatur ab Arriano, itemqueve Xenoph. Anabas …   Hofmann J. Lexicon universale

  • IBERIA — I. IBERIA primum appellata fuit Hisp. regio Ibero fluv. proxima an hinc, an ab Ibero Rege quam postea, Celtae Gallorum pop. relictis sedibus suis habitavêre, unde composito ex nomine gentis utriusque vocabulo, Celtiberi dicti sunt. Luc. Civ. Bell …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από …   Dictionary of Greek

  • εκταίος — α, ο (Α ἑκταῑος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.) 2. έκτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῑον οι δύο κοτύλες* …   Dictionary of Greek

  • κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τριταίος — α, ο / τριταῑος, αία ον, ΝΜΑ, θηλ. και αίη, Α φρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσία αρχ. 1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή… …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ἀφίκοντ' — ἀφί̱κοντο , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 3rd pl ἀφίκοντο , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”